κτῆμι
κτήνειος*κτῆμι (seul.
ao. 2 act. ἔκταν [ᾰ], -ας, -α, -αμεν, 2 pl.
inus., 3 pl. ἔκταν ; sbj. 1 pl. ion.
κτέωμεν, Od.
22, 216 ; inf.
κτάμεναι, Il.
5, 301 ; 17,
8 ; part. κτάς. Moy. ao. 2
ἐκτάμην, d’où
inf. κτάσθαι,
part. κτάμενος)
c. κτείνω.
-->