Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κυαμίζω
κυάμινος
κυαμιστός
κυάμινος,
η, ον
[
ᾰῐ
] de fève,
Hénioch.
(
Ath.
408
b
) ;
Gal.
14, 351
.
Étym.
κύαμος
.