κυανάμπυξ

κυανάντυξ

κυαναυγέτις
κυαν·άντυξ, υγος (ὁ, ἡ) [ᾰῠγ] à la circonférence d’un bleu sombre, Syn. Hymn. 9, 45.
Étym. κ. ἄντυξ.