Κυάνεαι

κυανέμϐολος

κυάνεος-οῦς
κυαν·έμϐολος, ος, ον [] à l’éperon noir ou d’un bleu sombre, Eur. El. 436 ; Ar. Eq. 554, Ran. 1318 (κυανός 2, ἔμϐολος).