Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κυανόχροος
κυανόχρως
κυανόχρωτος
κυανό·χρως,
ως, ων,
gén.
ωτος
(
ὁ, ἡ
) [
ῡᾰ
]
c. le préc.
Eur.
Ph.
308
.