κυανοπρῴρειος

κυανόπρῳρος

κυανόπτερος
κυανό·πρῳρος, ος, ον [ῠᾰ] à la proue sombre, Il. 15, 693, etc. ; Od. 9, 482, etc.
Étym. κ. πρῷρα.