κύανος

κυανός

κυανόστολος
κυανός, οῦ () lapis-lazuli, pierre bleue, Plat. Phæd. 113b (v. κύανος 1).
κυανός, ή, όν [ῠᾰ] d’un bleu sombre, noirâtre, App. Civ. 5, 100 ||
Cp. -ώτερος, Anacr. 29 ; sup. -ώτατος, Philstr. 772 (κύανος 1).