κυϐερνήσια

κυϐέρνησις

κυϐερνήτειρα
κυϐέρνησις, εως () [] action de diriger à l’aide d’un gouvernail, Plat. Rsp. 488b ; fig. Pd. P. 10, 112 (dor. κυϐερνάσιες []).
Étym. κυϐερνάω.