κυϐερνητέον

κυϐερνητήρ

κυϐερνητήριος
κυϐερνητήρ, ῆρος () [] c. κυϐερνήτης, Od. 8, 557 ; fig. Pd. P. 4, 488 ||
E Dor. κυϐερνατήρ [] Pd. l. c. etc.
Étym. κυϐερνάω.