Κυδαντίδαι

κυδάνω

κύδαρος
κυδάνω [ῡᾰ]
1 tr. célébrer, vanter, glorifier, Il. 14, 73 ||
2 intr. se vanter, Il. 20, 42 ||
E Impf. κύδανον, Il. 20, 42.
Étym. cf. κυδαίνω.