κυδήεις

κυδιάνειρα

Κυδίας
κυδι·άνειρα, ας [ῡᾰν] adj. f. :
1 act. qui rend glorieux, Il. 1, 490 ||
2 pass. illustre, A. Pl. 1, 1.
Étym. κυδιάω, ἀνήρ.