κυδοιδοπάω-ῶ

κυδοιμέω-ῶ

κυδοιμός
κυδοιμέω-ῶ []
1 intr. faire du bruit, du tumulte, Il. 11, 324 ||
2 tr. troubler, consterner, Il. 15, 136 ||
E Impf. épq. κυδοίμεον, Il. 11, 324.
Étym. κυδοιμός.