κυκλοφορία

κυκλοφορικός

κυκλοφορικῶς
κυκλοφορικός, ή, όν, mû circulairement, Ps.-Plut. V. Hom. 104 ; Phil. 1, 623 ; Gal. 4, 671.
Étym. κυκλοφόρος.