κυκλομόλιϐδος

κυκλοποιέομαι-οῦμαι

κυκλοπορεία
κυκλο·ποιέομαι-οῦμαι, se mettre en cercle, Xén. Cyr. 7, 1, 40.
Étym. κ. ποιέω.