κυλίχνιον

κυλιχνίς

κυλίω
κυλιχνίς, ίδος () [ῠῐδ]
1 petite coupe, Achæ. (Ath. 480f) ||
2 petite boîte à drogues, Gal. Lex. Hipp. 19, 115.
Étym. κύλιξ ; cf. κυλίχνη.