Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κυλικίς
κυλικοφόρος
κυλινδέω-ῶ
κυλικο·φόρος,
ος, ον
[
ῠῐ
] qui porte une coupe,
Hld.
7, 27
.
Étym.
κύλιξ, φέρω
.