κυλλοίπους

κυλλοποδίων

κυλλόπους
κυλλοποδίων, ονος [] adj. m. boiteux, ép. d’Hèphæstos, Il. 18, 371 ||
E Voc. κυλλοπόδιον [] Il. 21, 331.
Étym. κυλλόπους.