κυναγεσία

κυνάγχη

κυνάγχης
κυν·άγχη, ης () []
1 collier de chien, Anth. 6, 34, 35 ||
2 esquinancie, t. de méd. Hpc. V. med. 16, etc.
Étym. κύων, ἄγχω.