κυνία

κυνίδιον

κυνίζω
κυνίδιον, ου (τὸ) [ῠῐδ] petit chien, Ar. Pax 481, 641 ; Xén. Œc. 13, 8 ; Plat. Euthyd. 298e, etc.
Étym. κύων.