Κυνοϐάλανοι

κυνοϐάτης

κυνόϐρωτος
κυνο·ϐάτης, ου [ῠᾰ] adj. m. fourbu, en parl. d’un cheval, Hippiatr. p. 262.
Étym. κύων, βαίνω.