κυνόϐρωτος

κυνογάμια

κυνόγλωσσον
κυνο·γάμια, ων (τὰ) [ῠγᾰ]
1 union cynique, Clém. 619 ||
2 mariage d’un philosophe cynique, Tat. Or. ad Græc. 3, c. 812 a Migne.
Étym. κύων, γάμος.