κυνόγλωσσον

κυνόγλωσσος

κυνόδεσμος
κυνό·γλωσσος, ου ()
1 cynoglosse, plante, Nic. (Ath. 371c) ||
2 sorte de poisson, Epich. (Ath. 288b, 308e).
Étym. cf. le préc.