κυνοθρασύς

κυνοκάρδαμον

κυνόκαυμα
κυνο·κάρδαμον, ου (τὸ) [ῠδᾰ] sorte de cresson, plante, Diosc. 2, 185.
Étym. κύων, κάρδαμον.