κυνοκεφάλιον

κυνοκεφαλοειδής

κυνοκέφαλος
κυνοκεφαλο·ειδής, ής, ές [ῠᾰ] qui ressemble à un singe κυνοκέφαλος, Gal. 2, 534.
Étym. κ. εἶδος.