κυνόπτικον

κυνοραιστής

κυνόροδον
κυνο·ραιστής, οῦ () [] tique, insecte qui pique et irrite les chiens, Od. 17, 300 ||
E κυνορραϊστής, Arstt. Rhet. 2, 20, 6, etc.
Étym. κ. ῥαίω.