κυνόσϐατον

κυνόσϐατος

Κυνὸς κεφαλαί
κυνόσ·ϐατος, ου () [ῠᾰ]
1 églantier, rosier sauvage, Arstt. fr. 520 ; Thcr. Idyl. 5, 92 ||
2 autre n. de la plante σμῖλαξ, Diosc. 4, 144 ||
E ὁ κ. Th. H.P. 9, 8, 5.
Étym. κύων, βάτος.