κυνοσπάρακτος

κυνοσπάς

Κυνὸς σῆμα
κυνο·σπάς, άδος (ὁ, ἡ) [ῠᾰδ] c. le préc. Nonn. D. 46, 341.
Étym. κ. σπάω.