κυνῆ

κυνηγεσία

κυνηγέσιον
κυνηγεσία, ας () [] chasse avec des chiens, Plut. Alex. 40 ; DL. 6, 31 ; Anth. 6, 183 ; 7, 338 ||
E Dor. κυναγεσία [] Anth. ll. cc.
Étym. κυνηγέτης.