κυνηγητήρ

κυνηγία

κυνήγιον
κυνηγία, ας () [] chasse, Arstt. Pol. 4, 8, 9, etc. ; fig. poursuite, Soph. Aj. 36 ||
E Dor. κυναγία [ᾱγ] Soph. l. c. ; Eur. Hipp. 109.
Étym. κυνηγός.