Κυνώ

κυνώδης

κυνώπης
κυνώδης, ης, ες [] semblable à un chien, Naz. 3, 1087 a Migne ||
Cp. -έστερος, Arstt. G.A. 2, 7, 9.
Étym. κύων, -ωδης.