κυπαρισσόροφος

κυπάρισσος

Κυπάρισσος
κυπάρισσος, att. -ιττος, ου () [ῠᾰ] cyprès, arbre, Od. 5, 64 ; Pd. fr. 126 ; Hdt. 4, 75 ; Th. H.P. 1, 8, 2, etc.
Étym. pré-grec.