Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρ·αχάτης,
ου
(
ὁ
)
[
ᾰᾱ
] agathe jaune,
Plin.
H.N.
35, 54
.
Étym.
κηρός, ἀχάτης
.