Κηρυκίδης

κηρυκικός

κηρύκιον
κηρυκικός, ή, όν [] de héraut, de crieur public, Plat. Pol. 260d ; ἡ κηρυκική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 260e, la charge de héraut.
Étym. κῆρυξ.