κηρωτοειδής

κηρωτομάλαγμα

κηρωτός
κηρωτο·μάλαγμα, ατος (τὸ) [μᾰ] emplâtre de cérat, Gal. 13, 849.
Étym. κηρωτός, μαλάσσω.