κωδίς

κωδύα

κώδυον
κωδύα, ας () tête de pavot, Th. H.P. 4, 8, 7 ||
E κωδύα (non κωδία ou κώδεια) CIA. 2, 701, 1, 68, 70 (344 av. J.-C.), etc. (v. Meisterh. p. 47, 1 ; 48, 7).