κωδωνόκροτος

κωδωνοφαλαρόπωλος

κωδωνοφορέω-ῶ
κωδωνο·φαλαρό·πωλος, ος, ον [ᾰᾰ] dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais, Ar. Ran. 963.
Étym. κώδων, φάλαρα, πῶλος.