κωμητικός

κωμῆτις

κωμήτωρ
κωμῆτις, ιδος () [ῐδ]
1 voisine de quartier, Ar. Lys. 5, etc. ||
2 du pays, p. opp. à μητροπολῖτις, Syn. Ep. 67, 1417 a Migne.
Étym. fém. de κωμήτης.