κωμῳδία

κωμῳδικός

κωμῳδικῶς
κωμῳδικός, ή, όν, de comédie, comique, Ar. Vesp. 1020, 1047, Eccl. 889 ; Plat. Rsp. 606c.
Étym. κωμῳδός.