κωμῳδικῶς

κωμῳδιογράφος

κωμῳδιοδιδάσκαλος
κωμῳδιο·γράφος, ου () [] auteur comique, Pol. Exc. Vat. 12, 13, 7 ; DS. 12, 14.
Étym. κωμῳδία, γράφω.