Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κωμῳδιοποιός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδό·γελως,
ωτος
(
ὁ
) acteur comique,
Anth.
13, 6
.
Étym.
κωμῳδός, γελάω
.