κωμῳδοδιδάσκαλος

κωμῳδολοιχέω-ῶ

κωμῳδοποιητής
κωμῳδο·λοιχέω-ῶ, faire le bouffon et le parasite, Ar. Vesp. 1318.
Étym. κ. λείχω.