κωπηλασία

κωπηλατέω-ῶ

κωπηλάτης
κωπηλατέω-ῶ []
1 ramer, Arstt. Rhet. Al. 25, 7 ; Pol. 1, 21, 1 ||
2 manœuvrer comme une rame, acc. Eur. Cycl. 461.
Étym. κωπηλάτης.