λαϐύρινθος

λαϐυρινθώδης

λάϐω
λαϐυρινθώδης, ης, ες [ᾰῠ] qui ressemble à un labyrinthe, inextricable, Arstt. H.A. 2, 1, 33 ; fig. Phil. 1, 192 ; Luc. Fug. 10.
Étym. λαϐύρινθος, -ωδης.