λαχαίνω

λαχανεία

λαχάνευμα
λαχανεία, ας () [ᾰχᾰ]
1 légumes, Spt. Deut. 11, 10 ||
2 action de cueillir des légumes, Jos. B.J. 4, 9, 8.
Étym. λάχανον.