Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαχάνιος
λαχανισμός
Λαχανοθαύμασος
λαχανισμός,
οῦ
(
ὁ
)
[
ᾰᾰ
] action de cueillir
ou
de récolter des légumes,
Thc.
3, 111
.
Étym.
λαχανίζομαι
.