λάχνη

λαχνήεις

λαχνόγυιος
λαχνήεις, ήεσσα, ῆεν, chevelu, velu, Il. 2, 743 ; 9, 548 ; Opp. C. 3, 37 ||
E Dor. λαχνάεις, Pd. P. 1, 34.