λάγανον

λαγαρίζομαι

Λαγαριτανὸς οἶνος
λαγαρίζομαι [ᾰᾰ]
1 devenir maigre, survivre péniblement, com. p. τρεφόμενον, Ar. Vesp. 674 ||
2 p.-ê. gratter, Phérécr. fr. 116 conj.
Étym. λαγαρός.