λαγήνιον

λαγιδεύς

Λαγίδης
λαγιδεύς, έως () [ᾰῐ]
1 jeune lièvre, levreau, El. N.A. 7, 47 ; Plut. M. 971d ||
2 gîte, terrier, Str. 144.
Étym. λαγώς.