λαγνεία

λάγνευμα

λαγνεύω
λάγνευμα, ατος (τὸ)
1 commerce intime, d’où semence, Hpc. 248, 12 ||
2 libertinage, Clém. Pæd. 2, 10, 98.
Étym. λαγνεύω.