λαγωϐολία

λαγωϐόλον

λαγῳδάριον
λαγω·ϐόλον, ου (τὸ) [] bâton pour tuer les lièvres, d’où, en gén. houlette de berger, Thcr. Idyl. 4, 49 ; 7, 128 ; Anth. 6, 188 ; cf. λαγωοϐόλον.
Étym. λαγώς, βάλλω.